κουτσοβλάχικος

κουτσοβλάχικος
-η, -ο [Κουτσόβλαχος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κουτσοβλάχους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”